ΘΑΛΑΜΟΣ #1
Δεν ακτινογραφεί
άλλο φως ο πρωτομάστορας
αδειανός από Σελήνη
μα παλιρροϊκός
εμπιστεύομαι τις ασπρόμαυρες παλάμες μου
στα αστεροσκοπεία των βουνοκορφών
είπαμε αδειανός από Σελήνη
όχι από εκρήξεις
όχι από ηφαίστεια
-λάβες ματιές-
με σιβυλλικές ανταποκρίσεις
ταράζω το παρελθόν εκπρόθεσμα
τώρα που μεσημεριάζει
ηλιόλουστος αγεωγράφητος Ιανουάριος
της επαρχίας των παρατηρητών.
*Απόσπασμα ανέκδοτου ποιήματος του Ανδρέα Τσιάκου, εμπνευσμένο από το έργο της εικαστικού.
Τσιάκος Ανδρέας
Ιανουάριος 2019
Ένα τοπίο από ψηλά γίνεται σημεία και γραμμές, ενώ μικροσκοπικά το κύτταρο εμφανίζεται ως τοπίο. Τοιουτοτρόπως η παραγόμενη εικόνα δύναται να είναι ιδωμένη από μέγιστη απόσταση αλλά και από μέγιστη εγγύτητα. Ένα τοπίο που θα μπορούσε να είναι όλον και μέρος, σύμπαν και κύτταρο. Και ακόμη πιο μακριά… ένα τοπίο που χαρτογραφεί βιωματικά συναισθήματα και εικόνες στο βάθος του ασυνειδήτου και του χρόνου. Σε κάθε περίπτωση η αφετηρία βρίσκεται στην περιπλάνηση της καλλιτέχνιδος σε διάφορους τόπους φυσικούς ή αστικούς. Μέσα από αυτές τις -επί τω πλείστων- καθημερινές διαδρομές, η παρατήρηση συνιστά το κεντρικό πλαίσιο στο οποίο επιστρέφει με φυσικότητα η Σαγκιώτη. Η ζωγραφική της - με χρώμα λιτό και διακριτικό - χρησιμοποιεί το σημείο και την γραμμή ως δομή των έργων. Από τα δύο αυτά βασικά στοιχεία προκύπτουν στην επίπεδη επιφάνεια ποικίλες ποιότητες. Ακολούθως, τα έργα χώρου υπακούουν στην ίδια συλλογιστική, παράγοντας πλέγματα. Πρόκειται για μια ολιστική προσέγγιση του κόσμου η οποία δεν διαχωρίζει εξωτερικές «υλικές» διαδικασίες με εσωτερικές «νοητές» καταστάσεις στο μέτρο που αντίστοιχα επικυρώνει την αυτοτέλεια του μεμονωμένου αποσπάσματος και την πολυμορφία του όλου αντικειμένου.
Μαρλίτση Ξένια
Εικαστικός, Ιστορικός Τέχνης
Ιανουάριος 2019
Βίωμα καταλυτικό η θάλασσα για τον Έλληνα. Έχει σφραγίσει τη μοίρα του, την ιστορία του, τη ζωή του, την τέχνη του. Σαν ανάμνηση ή σαν μόνιμη παρουσία τον κυνηγάει επίμονα, βασανιστικά, πληγώνει τα μάτια του και την ψυχή του.
Για την νεαρή ζωγράφο Βασιλική Σαγκιώτη, γεννημένη στο Ναύπλιο, πλάι στον Αργολικό Κόλπο, η συμβίωση με τη θάλασσα υπήρξε μια εμπειρία που σημάδεψε τη ζωγραφική της. Καλλιτέχνης που εστιάζει την προσοχή της στο τοπίο (ιδιαίτερα το θαλασσινό), η Σαγκιώτη παρατηρεί επίμονα τα φυσικά φαινόμενα της υπαίθρου στην ατέρμονη εναλλαγή τους, την ποικιλία χρωματικών αποχρώσεων, τις αντανακλάσεις και τους ιριδισμούς του φωτός –φευγαλέες, εφήμερες εικόνες, που μοιάζουν μαγικές ψευδαισθητικές .
Το αέρινο στοιχείο (σύννεφα) και το στοιχείο του νερού είναι οι πρωταγωνιστές σε πολλούς πίνακές της, σε μια διαλεκτική αντιπαράθεση που μορφοποιείται πολύτροπα μέσα στην πορεία της δουλειάς της. Αυτή η συνεχής, βιωματική σχέση της με τη φύση αποτυπώνεται στα παλιότερα έργα της μέσ’ από μια πιο πρωτοβάθμια, πρωτογενή θάλεγες, διαδικασία, σε εικόνες ευανάγνωστες, που παραπέμπουν άμεσα στο οπτικό ερέθισμα –πηγή έμπνευσης της δημιουργού.
Έργα που αναδύουν μια ατμόσφαιρα μεσογειακού φωτός και οργανώνονται συνθετικά με έμφαση στην οριζόντιο, μεταγράφοντας εικαστικά το γαλήνιο, ήπιο τοπίο του Αργολικού κόλπου και της γύρω περιοχής.
Στην εξέλιξη της δουλειά της, ωστόσο είναι ευδιάκριτη μια διαφοροποίηση, αισθητή όχι μόνο στο θεματικό-εικονογραφικό επίπεδο αλλά και στο καθαρά μορφοπλαστικό. Η επαφή με τη φύση (και ιδίως με τη θάλασσα) είναι πάντα μοχλός, το έναυσμα για τη δημιουργία.
Το βλέμμα της πάντα σε εγρήγορση ζητά να συλλάβει τα φυσικά φαινόμενα και να τα μεταφράσει πλαστικά. Τώρα όμως οι απτές αφετηρίες της πραγματικότητας υφίστανται μιαν άλλη επεξεργασία, το παρόν της αίσθησης φιλτράρεται μέσ’ από τις διεργασίες και το χρόνο της μνήμης, μια μεγαλύτερη εσωστρέφεια χαρακτηρίζει τώρα τη ζωγραφική της.
Είναι άραγε σύμπτωση η επιμονή της στη σεληνόφωτη νύχτα, στο νυχτερινό φως, με τις συνδηλώσεις του ονειρικού μυστηριακού στοιχείου;
Το εικαστικό ιδίωμα με το οποίο έχει δουλέψει τα πρόσφατα έργα της υπηρετεί και ταυτόχρονα αισθητοποιεί την εσωτερική πορεία της καλλιτέχνιδας.
Επίμονο δούλεμα του υλικού (λαδιού) πάνω στο μουσαμά –μέσα από διαδοχικές, επάλληλες επιστρώσεις – με στόχο να αξιοποιηθούν όσο το δυνατό περισσότερο οι δυνατότητές του για τη δημιουργία ζωγραφικών ποιοτήτων, μιας πλούσιας «ματιέρας», ατμοσφαιρικών φωτοσκιάσεων μεγάλης γκάμας τόνων.
Η πείρα της από τη γνώση της λιθογραφίας είναι πολύτιμη βοηθός σ’ αυτή την αναμέτρηση της με το υλικό της. Καίρια μαρτυρία, εξάλλου, αυτού του καινούριου, πιο πολυσήμαντου χειρισμού των εκφραστικών της μέσων προσφέρουν τα πολύ ενδιαφέροντα μικρά ασπρόμαυρα σκίτσα της –γρήγορες ελλειπτικές καταγραφές της έμπνευσης, που έχουν, ωστόσο, συχνά την αυτοδύναμη υπόσταση και την αρτιότητα του τελειωμένου έργου. Μέσ’ από τη δυναμική της αντίστιξης του άσπρου –μαύρου, την πολλαπλή χρήση του χαρτιού (όπου αξιοποιείται και το τυχαίο αποτέλεσμα των αποτυπώσεων), η Σαγκιώτη πειραματίζεται και ψάχνει αντιθετικές ισσοροπίες, εντάσεις, τονικές διαβαθμίσεις, υφές επιφανειών –στοιχεία που θα αναπτυχθούν πληρέστερα στους πίνακές της, κυρίως στα «νυχτερινά», έργα που ασκούν μια έντονη υποβολή στο θεατή.
Η ανθρώπινη φιγούρα που εισχωρεί δειλά –δειλά μέσα στο έργο της εντάσσεται απόλυτα μέσα σ’ αυτό το ονειρικό κλίμα που διαπερνά την πρόσφατη δουλειά της. Υπαινικτικές παρουσίες με αβέβαια ρευστά σχήματα, χωρίς ευανάγνωστη ταυτότητα είναι θαρρείς μορφές του ίδιου του τοπίου, εφήμερες μορφές συμπυκνωμένης σκιάς. Έχουν ωστόσο μια σημαίνουσα μορφοπλαστική λειτουργία μέσα στην εικόνα, καθώς οριοθετούν το πρώτο πλάνο και εξισορροπούν τα βάρη μέσα στον πίνακα.
Κατακτώντας όλο και περισσότερο τα εργαλεία και τη γλώσσα της τέχνης η νεαρή ζωγράφος μετουσιώνει τα δεδομένα του εξωτερικού, ορατού κόσμου σε «τοπίο» της ψυχικής ενδοχώρας, πλαστικά ισοδύναμα αισθήσεων, καταστάσεων, μιας εσωτερικής φόρτισης.
Αφροδίτη Κούρια
Σεπτέμβρης ´92
Πέρα από τη στενότητα των πλαστών οριζόντων των πόλεων, σ’ ένα χώρο ανεμπόδιστο και αχανή βρίσκει η ζωγράφος Βασιλική Σαγκιώτη τον εαυτό της.
Στην πραγματικότητα υπακούει σ’ εκείνο το αίσθημα ελευθερίας που αναφτερώνει τις ρομαντικές φύσεις οι οποίες ταυτίζονται με ορισμένα ενδεικτικά σύμβολα. Εδώ έχει ο ουρανός τον πρώτο λόγο, ο ουρανός που δεν ορίζεται και δεν μετριέται κι όπου το αίσθημα ανακαλύπτει τελικά τον χώρο που του αναλογεί. Κι ύστερα είναι αυτός ο ανοικτός, απέραντος ουρανός κάτι το ολότελα ζωντανό, που συνέχεια αναμορφώνεται σαν τον Πρωτέα, και κάθε φορά μένει κανείς έκθαμβος για την ατέλειωτη ποικιλία των μεταλλαγών και την ασύλληπτη αισθητική τους ομορφιά .
Όποιος είναι σε θέση να βλέπει, δεν χορταίνει ποτέ, ενώ υπάρχει πάντα η ενδόμυχη λαχτάρα να συγκρατηθεί η ακατάσχετη εναλλαγή και να κρατηθούν για πάντα εικόνες, που αποκαλύπτονται μοναδικές και τέλειες. Αυτό ακριβώς επιχειρεί και η Βασιλική Σαγκιώτη με τη ζωγραφική της, που προσπαθεί να συλλάβει και να συγκρατήσει θαυμάσιες στιγμές του κοσμικού θεάτρου που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας.
Βέβαια οι εικόνες που επιλέγει, είναι εκείνες που την εκφράζουν περισσότερο, αυτές που διερμηνεύουν την συναισθηματική της φόρτιση.
Έτσι υποκειμενικοποιεί τον κόσμο, που δεν είναι πια ο «κόσμος της φύσης», αλλά ο κόσμος της. Από την καθαρά ζωγραφική άποψη, ενδιαφέρει η χρωματική συσχέτιση και αρμονία, η ικανότητα της ζωγράφου να ενεργοποιεί συνθετικά την εικόνα της εντείνοντας ανάλογα με την περίπτωση τους τόνους και προσδίδοντας τους μουσική άποψη.
Η λιτότητα της συνθετικής διαγραφής αποκτά τελικά αφαιρετικό χαρακτήρα και γι’ αυτό αρκετές συνθέσεις της είναι αφαιρετικής χροιάς.
Υπερσκελίζεται δηλαδή το φυσικό πρότυπο και υποκειμενικοποιείται σ’ ένα μεγάλο βαθμό, προκειμένου να γίνει ο εκφραστής των προσωπικών διαθέσεων της ζωγράφου.
Στέλιος Λυδάκης
Δρ. Ιστορίας της Τέχνης
Αθήνα Σεπτέμβριος 1989